Ένα χειρόγραφο είναι καθετί που γράφεται με το χέρι, σε αντίθεση με το έντυπο που είναι γραμμένο με τεχνικά μέσα. Κατά την αρχαία εποχή τα βιβλία γράφονταν με το χέρι πάνω σε μεμβράνη από πάπυρο. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα σαν γραφική ύλη χρησιμοποιούσαν την περγαμηνή. Το χειρόγραφο από πάπυρο λεγόταν βιβλίο, [από την Βικιπαίδεια]
...................................................................."Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"
.................................................................................................... ~~~~~
.............................................. κιτρινισμένες λιθο-γραφίες... για τον άνθρωπο και τις αξίες που χάθηκαν στην εποχή μας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
..........................*ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ *
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΙΚΟ»



Dionisis Vitsos
ΖΑΚΥΝΘΟΣ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΙΚΟ»


«O μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Oσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.
Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.
Eίχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Kερκύρα. Όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Kέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Aούστριας. Eνθυμείτο αμυδρώς τον Mουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Eίχε γνωρίσει καλώς τον Mάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Kερκύρας Aθανάσιον, μαμπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Tο τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Bράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Eίχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Eισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

O μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Eίχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. 
Eμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Aπετροπιάζετο τους φαύλους. «Iλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Eνίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Oυδ'η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Kαι ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Tας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Tα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Aλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»
Eν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
~~~~~
Tην εσπέραν του Mεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Aθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Eφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. O γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.
Aλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Aνάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Eκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Aθήνας. Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Xριστός Aνέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του. Kαι όμως ήτο... δυτικός!
O μπάρμπα-Πύπης, Iταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Eλληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Eλληνικής. Eκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Nαπολέοντος A' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Kαι όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις:«Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Pώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Pωμαιοκαθολικούς των Iονίων νήσων τινά των εις τους Oυνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Aρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.
O μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Aγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Eπίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Bενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Aφού ευρίσκετο μακράν της Kερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους. 
~~~~~
Tην εσπέραν λοιπόν εκείνην του Mεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Aνάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Eύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.
Eκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. O δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. 
Eκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Aιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. H σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Eκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
O μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Xωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως.
-Φίλος! Kαλός! μη ρίχνεις...
O άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.
-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
-Tι θέλω; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Kάθουμαι να φουμάρω το τσιγάρο μου.
-Kαι δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Hύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!
-Kαι γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Tι σας έβλαψα;
-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης , εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Mόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Eγελάστηκες.
Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. O μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
-Συ εγελάστηκες, απήντησεν εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Aνάσταση στον Άγιο Σπυριδωνα
O χωρικός εκάγχασε.
-Στον Πειραιά; στον Aϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;
-Aπ' την Aθήνα.
-Aπ' την Aθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Aνάσταση;
-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης
O χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
-Nα φχαριστάς, καϋμένε...
Kαι τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Nα φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Tράβα τώρα!
O γέρων Kερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
-Kάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Eγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.
-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Kαι ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος. 
~~~~~
O γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Tο συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. Eφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.»


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «ΠΑΣΑ ΡΩΜΕΙΚΟ»
ΑΠΑΝΤΑ -ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ, 1982

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Για το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου : Για τις μνήμες και τους αμνήμονες

       ΒΙΒΛΙΟ     


Ένα κιβώτιο που ποτέ δεν είναι άδειο. Είναι πάντα γεμάτο. Είτε γεμάτο με τις προσδοκίες της επανάστασης, είτε γεμάτο με την αφόρητη πραγματικότητα της συνθηκολόγησης και της διάψευσης.

γράφει ο Χρήστος Μιάμης*

Η κριτική του Άρη Αλεξάνδρου δεν είναι η τετριμμένη κριτική σε μια γραφειοκρατική ηγεσία στην βάση ενός άδειου δημοκρατισμού,που καταλήγει είτε την ήττα είτε την νίκη μιας επανάστασης να τις αποδίδει κατά περίπτωση, είτε στην φωτισμένη είτε στην ανίκανη ηγεσία. Καθώς οι πραγματικές αιτίες που συνδέονται τόσο με την επικράτηση όσο και με την κατάρρευση ενός επαναστατικού σκοπού υπερβαίνει τις ηγεσίες και τους σχεδιασμούς μια κάποιας γραφειοκρατίας που αποτελεί δεδομένη όσο και αρνητική πλευρά κάθε πολιτικού εγχειρήματος. Με την έννοια ότι κάθε πολιτικό εγχείρημα, πόσο μάλλον μια επανάσταση δεν μπορεί παρά να αναμετράται κάθε στιγμή με τους εφιάλτες της. Κυρίως με τον κυρίαρχο εφιάλτη, τα μέσα που αναφέρονται στον σκοπό, να τον αποστεώσουν και να τον αφυδατώσουν από κάθε επαναστατική οντολογία.
Σε κάθε περίπτωση η στρατιωτική και πολιτική ήττα στον εμφύλιο δεν ήταν η μονόδρομη απόρροια μιας ηγεσίας που πρόδωσε τον σκοπό της επανάστασης. Καθώς ο “αποχαιρετισμός στα όπλα” είχε ήδη εξαγγελθεί, και είχε το πρόσωπο της υποταγής του διεθνούς και εγχώριου κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην στρατηγική των λαϊκών μετώπων που καλλιεργούσε την καταστροφική ψευδαίσθηση, ότι υφίσταται ειρηνικός, κοινοβουλευτικός και αναίμακτος κοινωνικά και πολιτικά δρόμος για την πολιτική χειραφέτηση της εργατική τάξης.
Το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα είχε γράψει στο πρόγραμμά του και στις σημαίες του, τους όρους της συνθηκολόγησης του, πολύ πριν αυτή πιστοποιηθεί στο Γράμμο και το Βίτσι. Το κιβώτιο είχε αδειάσει από την προσδοκία και την βεβαιότητα της νίκης και είχε γεμίσει ασφυκτικά με τον καταστροφικό ρεαλισμό της υποταγής με τίμημα τις ζωές χιλιάδων κομμουνιστών και αγωνιστών του εργατικού κινήματος. Η ήττα στον ελληνικό εμφύλιο, ήταν το αποκρυστάλλωμα της ήττας της κομμουνιστικής υπόθεσης, που υπέκυψε και τελικά εξαϋλώθηκε στα πλαίσια μιας αντίληψης ότι η επαναστατική διαδικασία συνιστά μια σταδιακή, χρονομετρημένη και οριοθετημένη πορεία που μπορεί να υπαχθεί στα πεπερασμένα όρια μιας μεσσιανικά δομημένης μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.
Ο σκοπός της επανάστασης που στο μυθιστόρημα Άρη Αλεξάνδρου περιφέρεται ως άδειο κιβώτιο στα χέρια της εργατικής τάξης δεν βρίσκεται πια μέσα στο κιβώτιο. Η εργατική τάξη ουσιαστικά θρηνεί την απώλεια του σκοπού σε μια μακρόσυρτη γεμάτη παρακάμψεις λιτανεία όπου η πολιτική δίνει σταδιακά την θέση της στην θεολογία. Είναι η στιγμή που οι μοιρολογίστρες της ιστορίας καταλαμβάνουν την κεντρική σκηνή. Γιατί άραγε μοιρολογούν; Είναι αργά για δάκρυα όταν στο τέλος του δρόμου δεν υπάρχει παρά μια στοίβα όπλα και δίπλα της το λευκό χαρτί της συνθηκολόγησης.
Τελευταία, το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου και τα μηνύματα που αυτό φέρει γίνεται απόπειρα να βρουν τις αναλογίες τους στο επίπεδο της διάψευσης του “αριστερού αφηγήματος” του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια σύγκριση είναι ιστορικά ανακριβής και πολιτικά εξωφρενική. Ακριβώς γιατί, δεν μπορεί να συγκριθεί το συμβολικό φορτίο και η πολιτική ακτινοβολία όπως και το ιστορικό αποτύπωμα που άφησαν ανεξίτηλο τόσο το ΕΑΜ όσο και το ΚΚΕ, με το περιφερόμενο μικροαστικό θίασο της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο οποίος κατέρρευσε σε μια αίθουσα των Βρυξελλών υπό την “αφόρητη” πίεση του Σόιμπλε και του Ντάισελμπλουμ μέσα σε 24 ώρες!
Με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ το ΕΑΜ αποπειράθηκε να κάνει επανάσταση. Σε αυτή την διάψευση αναφέρεται το μυθιστόρημα του κομμουνιστή Άρη Αλεξάνδρου. Και είναι μια διάψευση που αφορά και την κατανοούν όσοι δεν έχουν πάρει διαζύγιο με την επαναστατική και κομμουνιστική αφήγηση.
Το ΕΑΜ, ο εμφύλιος, ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των κομμουνιστών και των αγωνιστών του εργατικού κινήματος, όπως και ο ίδιος ο Άρης Αλεξάνδρου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ξεπλυθεί ένα μπουλούκι μικροαστών που έχει εδώ και δεκαετίες αυτομολήσει στο στρατόπεδο των νικητών του εμφυλίου.
Για του λόγου του αληθές αυτοί που δήθεν θρηνούν την «Βάρκιζα» με κάθε ευκαιρία, κάνουν περιοδείες στα ακριτικά νησιά μαζί με τους απόγονους των ταγματασφαλιτών, τους δολοφόνους της ΧΑ, επικυρώνοντας την φυσική ροπή κάθε σοσιαλδημοκρατίας προς την αγκαλιά του φασισμού.
Ας κοιτάξουν τους καθρέφτες τους : Είναι η «Βάρκιζα» που τους γνέφει…. καθώς το «Βάρκιζα τέλος» αφορά κυρίως αυτούς και όσους σαν αυτούς πνίγουν στην χυδαιότητα της μικροαστικής τους κενότητας, κάθε επαναστατική προοπτική.
Αλλάς ας ανησυχούν: Την ιστορία την γράφουν οι νικητές, αλλά την αλλάζουν οι ηττημένοι…

*υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

_____________

«Οι αυτόχειρες» διεκδικούν τη θέση τους στη λογοτεχνία, του Γκυ Ντε Μωπασάν

           Β Ι Β Λ Ι Ο          
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΛΕΚΑ *
gmpelekas@tanea.gr




«Οι αυτόχειρες» διεκδικούν τη θέση τους στη λογοτεχνίαΟ Γκυ Ντε Μωπασάν γεννήθηκε το 1850 και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της Γαλλίας. Ξεκίνησε να γράφει από νεαρή ηλικία και είχε την τύχη να αναλάβει την λογοτεχνική του αγωγή ο Γκυστάβ Φλωμπέρ. Έγινε γνωστός δημοσιεύοντας αρχικά μυθιστορήματα, διηγήματα και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Από τον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής του γνώρισε τον Εμίλ Ζολά, τον Εντμόντ ντε Γκονκούρ, τον Ιβάν Τουργκένιεφ και τον Χένρι Τζέιμς. 
Κληρονόμησε την αγάπη για την λογοτεχνία από τη μητέρα του και την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα από τον πατέρα του. Ο αιρετικός συγγραφέας μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο γράψιμο την ημέρα και τους οίκους ανοχής τα βράδια. Η ξέφρενη πορεία του ανάμεσα σε παραισθησιογόνες ουσίες και γυναίκες, αλλά και η απώλεια του αδερφού του, το 1889, θα τον κλονίσει ανεπανόρθωτα και θα τον οδηγήσει, ψυχικά διαταραγμένο πια, στο θάνατο, σε ψυχιατρική κλινική, σε ηλικία 43 ετών.
Στο μονοπάτι της αυτοκτονίαςΈνα χρόνο πριν πεθάνει ο Γκυ ντε Μωπασάν αποπειράται να αυτοκτονήσει. Οι νοητικές και ψυχολογικές διεργασίες που μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο να βάλει τέλος στη ζωή του είχαν απασχολήσει τον συγγραφέα ήδη από το παρελθόν. 
Στους «Αυτόχειρες» που εκδίδονται από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ βρίσκονται συγκεντρωμένα ως μια ενιαία ενότητα διηγήματα που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1880 και το 1890 και έχουν ως κοινή θεματική το θέμα της αυτοκτονίας. Από το βάθος των σύντομων αυτών ιστοριών αναδύεται η σκοτεινιασμένη ψυχή του συγγραφέα και καταγράφονται όλα όσα συμβαίνουν στις βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης. Με κείμενα που σε καμιά περίπτωση δεν είναι «μαύρα» και καταθλιπτικά ο συγγραφέας υλοποιεί την σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου. 
Το βιβλίο διατρέχει μια γοητευτική χαρμολύπη που σε κρατάει καθηλωμένο έως και την τελευταία σελίδα. 
Οι εξαναγκασμένοι αυτόχειρες, οι συνειδητοποιημένοι αυτόχειρες και οι απογοητευμένοι αυτόχειρες γίνονται λογοτεχνικό υλικό για τον συγγραφέα που εντοπίζει τα αίτια της απονενοημένης πράξης στον κοινωνικό περίγυρο , στην ακραία φτώχια και εκμετάλλευση, στην υπεράσπιση της τιμής αλλά και στις χαμένες ελπίδες και απογοητεύσεις, στις ψυχικές ασθένειες και την εγκατάλειψη. 

Διαβάστε εδώ ένα απόσπασμα του βιβλίου

______________

Ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...»,

Dionisis Vitsos
ΖΑΚΥΝΘΟΣ


«Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.

Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσετο τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... 

Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα.
Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 
(1884-1974)
Ἐφημ. «Πρωία», 2 Μαΐου 1937