Ένα χειρόγραφο είναι καθετί που γράφεται με το χέρι, σε αντίθεση με το έντυπο που είναι γραμμένο με τεχνικά μέσα. Κατά την αρχαία εποχή τα βιβλία γράφονταν με το χέρι πάνω σε μεμβράνη από πάπυρο. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα σαν γραφική ύλη χρησιμοποιούσαν την περγαμηνή. Το χειρόγραφο από πάπυρο λεγόταν βιβλίο, [από την Βικιπαίδεια]
...................................................................."Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"
.................................................................................................... ~~~~~
.............................................. κιτρινισμένες λιθο-γραφίες... για τον άνθρωπο και τις αξίες που χάθηκαν στην εποχή μας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
..........................*ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ *
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...»,

Dionisis Vitsos
ΖΑΚΥΝΘΟΣ


«Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.

Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσετο τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... 

Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα.
Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 
(1884-1974)
Ἐφημ. «Πρωία», 2 Μαΐου 1937


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου